Font Size

SCREEN

Cpanel

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ «ΒΕΡΓΚΛ» ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ, ΤΟ BITCOIN ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ «ΒΕΡΓΚΛ» ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ, ΤΟ BITCOIN ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ.

Όπως έχουμε πολλές φορές επιχειρηματολογήσει από τα κείμενα αυτής της σειράς το χρήμα δεν είναι μόνο ένα μέσο συναλλαγής, αλλά αποτελεί και καθ’ εαυτό εμπόρευμα η τιμή του οποίου καθορίζεται σε «πραγματικό χρόνο». Σήμερα θα διηγηθούμε μια πολύ ωραία οικονομική ιστορία, η οποία αψηφά τις συνταγές των οικονομολόγων. Μια ιστορία για το πως ένας Δήμαρχος μιας μικρής Αυστριακής πόλης εφάρμοσε μια διαδεδομένη πρακτική των καιρών του προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την Οικονομική Ύφεση της δεκαετίας του ’30. Εκτός, όμως, από την παλαιομοδίτικη ιστορία θ’ αναφερθούμε και στο BITCOIN, το οποίο συχνά-πυκνά επανέρχεται στην επικαιρότητα με αφορμή τις απορίες κάποιων για το πόσο ακόμη θα θεωρείται από κάποιους αξιόπιστο μέσο συναλλαγών. Θα δούμε, δηλαδή, αν πρόκειται για μια «φούσκα» ή για ένα «εναλλακτικό» νόμισμα.

Η αξία ενός νομίσματος μέχρι σχετικά πρόσφατα στην Οικονομική Ιστορία μετριόταν ως ένα βαθμό από την ποσότητα του πολύτιμου μετάλλου που αυτό περιείχε. Καθώς τα μεταλλικά νομίσματα αντικαθίσταντο σταδιακά από τα τραπεζογραμμάτια (τα οποία εξοφλούνταν με μεταλλικό νόμισμα) και τα χαρονομίσματα η αξία τους μετριόταν με βάση τα στατιστικά στοιχεία της Οικονομίας του Κράτους που τα εξέδιδε. Ακόμη περισσότερο η αξία τους ήταν (και συνεχίζει να είναι) ανάλογη του μεγέθους της αγοράς που αυτά εκφράζουν. Δηλαδή, του συνολικού πληθυσμού που τα χρησιμοποιεί.

Για παράδειγμα το Δολλάριο οφείλει την ισχύ του τόσο στο μεγάλο πλήθος των χρηστών του, όσο και στην υψηλή ιδιωτική κατανάλωση των Η.Π.Α. Από την άλλη το Ελβετικό Φράγκο οφείλει την υψηλή του τιμή στα ποσά που ιδιώτες άλλων εθνικοτήτων έχουν εμπιστευθεί στις τράπεζες του.

Ωστόσο, ανάλογα με τον χρήστη το νόμισμα λαμβάνει διαφορετική σημασία και εκφράζει διαφορετικά συμφέροντα. Αν μιλάμε για τους «έχοντες και κατέχοντες» αυτοί νοιάζονται μονάχα για τον βαθμό υποτίμησης του, δηλαδή για τον ρυθμό που αυτό χάνει μέρος της αξίας του με τα χρόνια. Αν μιλάμε για τους υπόλοιπους (μισθωτούς, επιχειρηματίες κ.α.) αυτοί ενδιαφέρονται πρωτίστως για το πως θα έχουν περισσότερα στην κατοχή τους για ξόδεμα.

Όμως, η άποψη ότι: «τα χρήματα που τοκίζονται και ΔΕΝ ξοδεύονται από τον κάτοχο τους ΔΕΝ επιστρέφουν στην αγορά» ΔΕΝ είναι κατ’ ανάγκη σωστή. Αυτό συμβαίνει γιατί τα χρήματα για να παράξουν αποδόσεις (τόκους) πρέπει αναγκαστικά να δανειστούν σε κάποιον. Από κει και πέρα το ζήτημα διαφοροποιείται αναλόγως του αν ο δανειζόμενος χρησιμοποιήσει τα δανεικά:

  • Για να παράξει νέα προϊόντα ή υπηρεσίες.
  • Για να καταναλώσει.

Και στις δύο περιπτώσεις τα χρήματα «επιστρέφουν» στην «αγορά». Η διαφορά είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση το αποτέλεσμα διαφοροποιείται αναλόγως του αν καταναλώνονται εγχώρια ή εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες. Επίσης, ένα άλλο ζήτημα είναι αν ο «επενδυτής» (αρχικός κάτοχος των χρημάτων) τα «επενδύει» (τοποθετεί) στην χώρα του ή στο εξωτερικό (για ευκολία θεωρούμε ότι οι Ελβετικές τράπεζες δανείζουν μόνο Ελβετικές επιχειρήσεις κ.ο.κ. και ΔΕΝ δανείζουν π.χ. επιχειρήσεις άλλων χωρών).

Μια πολύ σημαντική παράμετρος του νομίσματος (μετην ευρεία έννοια) είναι η ταχύτητα κυκλοφορίας του, δηλαδή πόσες φορές το ίδιο νόμισμα θ’ αλλάξει χέρια στην διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου. Φυσικά η ταχύτητα κυκλοφορίας επηρεάζει τόσο την διαμόρφωση του Α.Ε.Π. όσο και δημιουργεί την λεγόμενη «υπερθέρμανση» της οικονομίας μιας και το χρήμα ξοδεύεται γρήγορα προκαλώντας άνοδο στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών την ίδια στιγμή που εξ’ αιτίας της γρήγορης κυκλοφορίας του δημιουργεί προσδοκίες για αντίστοιχες οικονομικές επιδόσεις και στο μέλλον. Όπως, δε, έχουμε σημειώσει και σε προηγούμενα κείμενα της σειράς η Οικονομία (και τα σταστιστικά της μεγέθη) είναι περισσότερο το άθροισμα των προσδοκιών και των εκτιμήσεων μας για το μέλλον παρά η ψυχρή και λογική αποτίμηση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, και κάθε Οικονομικό Προϋπολογισμό συνοδεύουν προβολές και εκτιμήσεις για τα επόμενα χρόνια που σκοπό έχουν να δικαιολογήσουν τις αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης.

Ακόμα και αν δεν γνωρίζει κάποιος από την σκοπιά της Πολιτικής Οικονομίας τα παραπάνω είναι, ωστόσο, σε θέση να τ’ αντιληφθεί και εμπειρικά ανατρέχοντας στο ιστορικό παρελθόν. Αρκεί να το θέλει. Εξ’ αιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισαν μετά τον Α’ Π.Π. οι ηττημένες «Κεντρικές Δυνάμεις» (Αυστρία, Γερμανία), αλλά και της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης του 1929 στην Αυστρία και την Γερμανία εφαρμόστηκε μια καινοτόμα οικονομική λύση. Προτού, όμως, αναφερθούμε σ’ αυτή πρέπει να σημειώσουμε πως τα οικονομικά προβλήματα της Αυστρίας και της Γερμανίας προκλήθηκαν εκτός όλων των άλλων αιτιών του πολέμου που εύκολα μπορούμε να φανταστούμε (θάνατος πολλών από τα πλέον παραγωγικά άτομα, καταστροφή της παραγωγής και των υποδομών σε μερικές περιοχές κ.α.) και από τις υπερβολικές για τις δυνατότητες τους πολεμιικές αποζημειώσεις. Πολεμικές αποζημειώσεις οι οποίες όπως απέδειξε στο βιβλίο του «Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης» ο Τζόν Μέυναρντ Κέυνς επιβλήθηκαν προκειμένου οι νικητές να εξευμενίσουν την κοινή γνώμη των χωρών τους η οποία παραπονιόταν για το υψηλό κόστος του πολέμου το οποίο και καλούνταν να επωμιστεί. Υπενθυμίζουμε ότι ο Κέυνς ανήκε στην διαπραγματευτική ομάδα της Βρεττανίας της «Συνθήκης των Βερσαλλιών».      

Στις συνθήκες αυτές κάθε Γερμανική πόλη εξέδιδε «χαρτονομίσματα ανάγκης» (notgeil). Τα χαρτονομίσματα αφορούσαν την υποδιαίρεση του Μάρκου (πφένιχ). Συνεπώς, ήταν μεν μικρής αξίας αλλά κυκλοφορούσαν σε μεγάλες ποσότητες. Αντίστοιχα στα χρόνια πριν αλλά και κατά την διάρκεια του Α’ Π.Π. τα Εμπορικά Επιμελητήρια των Γαλλικών πόλεων εξέδιδαν χαρτονομίσματα τόσο της υποδιαίρεσης του Φράγκου (σεντίμς) όσο και των 1 & 2 Φράγκων.

Το «οικονομικό πείραμα» του Βέργκλ.

Τα notgeil σκέφτηκε ν’ αντιγράψει ως πρακτική και ο Michael Untergüggenberger (Μίκαελ Ουντεργκεγκενμπέργκερ) Δήμαρχος της μικρής πόλης Wörgl (Βεργκλ)των 4.500 κατοίκων της Αυστρίας το 1932. Ως Δήμαρχος κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει ανεργία που έφτανε στο 30% και να αυντηρήσει άπορους (που προφανώς ήταν και άνεργοι) που έφταναν στο 10% του πληθυσμού. Ταυτόχρονα έπρεπε να πραγματοποιήσει και δημοτ9ικά έργα για τα οποία δεν διέθετε τους απαραίτητους πόρους. Είχε όμως διαβάσει το βιβλίο του οικονομολόου Silvio Gesell (Σύλβιο Γκέσελ) «Η Φυσική Τάξη». Ο Γκέσελ πίστευε ότι η αργή κυκλοφορία του χρήματος είναι η κύρια αιτία για την παραπαίουσα οικονομία.

Έτσι αποφάσισε να εκδώσει «Γραμμάτια Πιστοποίησης Εργασίας» σε Σελίνια με τα οποία ο Δήμος θα πλήρωνε για τα υλικά που θα χρησιμοποιούνταν στα δημόσια έργα και για την παρεχόμενη εργασία και τα οποία θα δεχόταν στη συνέχεια για την εξόφληση των δημοστικών φόρων από τους πολίτες. Η συνολική αξία των «Γραμματίων Πιστοποίησης Εργασίας» ανερχόταν σε 32.000 Σελίνια. Προκειμένου να μην συσσωρεύονται τα «Γραμμάτια», αλλά αντίθετα να κυκλοφορούν συνεχώς όρισε ότι για κάθε μήνα που θα πέρναγε από την έκδοση τους θα έχαναν 1% της ονομαστικής τους αξίας.

Με τον τρόπο αυτό κανείς δεν είχε κίνητρο να τα κρατά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον όλοι οι πολίτες προπλήρωναν στον Δήμο τους φόρους τους, επιστρέφοντας έτσι γρήγορα στον εκδότη τους τα «Γραμμάτια» ανοίγοντας έναν νέο κύκλο δοσοληψιών. Τα συγκεκριμένα «Γραμμάτια» προφανώς ΔΕΝ διέθεταν κάλυψη (εγγύηση) της ονομαστικής τους αξίας σε πολύτιμα μέταλλα (όχι ότι διέθεταν τα Σελίνια της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας). Ήταν πέρα για πέρα υποσχετικές (I Owe yoU). Δηλαδή, έγγραφα αναγνώρισης χρέους, η αξία των οποίων ήταν ότι διευκόλυναν τις τοπικές συναλλαγές αφού οι κάτοχοι τους μπορούσαν να πληρώσουν τους δημοτικούς τους φόρους μ’ αυτά χρησιμοποιώντας τα «κανονικά» Σελίνια στις υπόλοιπες συναλλαγές.

Επειδή ακριβώς ως μέσο πληρωμής ήταν δεκτό από τον εκδότη του (τον Δήμο) τα «Γραμμάτια» ενίσχυσαν την ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών αναθερμένοντας την τοπική οικονομία. Στο τέλος της ημέρας μειώθηκε η ανεργία αυξάνοντας αντίστοιχα την απασχόληση, αφού για να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση προχώρησαν σε προσλήψεις πρτοσωπικού. Καθώς η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου απειλούσε ν’ ανατρέψει εκ βάθρων τις καθιερωμένες ιδέες και πρακτικές σχετικά με το χρήμα και την χρήση/λειτουργία του η Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας επενέβη προκειμένου να προσπίσει το αποκλειστικό εκδοτικό της προνόμιο. Μόλις καταργήθηκαν τα «Γραμμάτια Πιστοποίησης Εργασίας» η οικονομία του Βέργκλ επέστρεψε στην προ της εφαρμογής τους ανεργία του 30%, αφήνοντας στους πολίτες τόσο της μικρής πόλης των 4.500 κατοίκων όσο και της υπόλοιπης Αυστρίας την απορία γιατί η κυβέρνηση τους -που υποτίθεται ότι θέλει το καλό τους- κατήργησε αυτό το μέτρο αντί να το γενικεύσει.

Ωστόσο, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η άποψη του Γκέσελ (αλλά και άλλων) η οποία σχηματικά μπορεί να περιγραφεί ως :

«Όσο περισσότερο χρήμα έχουν, όσο περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι το κυκλοφορούν συνεχώς, τότε η Κοινωνία θα έχει υγιή ανάπτυξη και ευημερία.»

είναι «σωστή» υπό προϋποθέσεις. Η βασικότερη των οποίων είναι να μην επιθυμούν αυτοί οι άνθρωποι να το θησαυρίσουν αποσύρροντας το από την «αγορά» (κυκλοφορία). Αν για παράδειγμα ως αποτέλεσμα της αύξησης της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών μετά την χρησιμοποίηση των «Γραμματίων» οι επαγγελματίες της πόλης είχαν μεγαλύτερα κέρδη τα οποία κατέθεταν στις τράπεζες οι οποίες με τη σειρά τους τα δάνειζαν σ’ άλλους τοπικούς επαγγελματίες, τότε αν ικανός αριθμός αποφάσιζε ν’ αποσύρρει τις καταθέσεις του την ίδια στιγμή ΟΛΗ η τοπική οικονομία θα κατέρρεε.

Το ίδιο αποτέλεσμα (κατάρρευση) θα επήρχετο αν είτε η πλειοψηφία των πολιτών είτε ακόμα και λίγοι με μεγάλη οικονομική ή κοινωνική επιρροή εξέφραζαν επιφυλάξεις ή αρνητικές εκτιμήσεις για την εξέλιξη των οικονομικών προοπτικών στο μέλλον. Το γεγονός ότι το χρήμα κυκλοφορεί γρήγορα ΔΕΝ είναι ένδειξη «υγιούς ανάπτυξης» ούτε καν «ευημερίας».

ΔΕΝ είναι ένδειξη «υγιούς ανάπτυξης» γιατί από την σκοπιά της Πολιτικής Οικονομίας η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας Α.Ε.Π. δεν διακρίνεται σε «υγιής» και «μη υγιής». Είναι απλώς αύξηση. Από την άλλη το περιεχόμενο της λέξης «ευημερία» για τον καθένα από εμάς αλλά και για τους οικονομολόγους είναι ουσιωδώς διαφορετικό. Ένας οικονομολόγος εξετάζει τόσο την συνολική μεταβολή του Α.Ε.Π. όσο και κατά κλάδο δραστηριότητας. Για τον πολίτη όμως η «ευημερία» έχει περιεχόμενο μόνο αν μπορεί να μετρηθεί ποσοστικά με αναμφισβήτητο γι’ αυτόν τρόπο. Προκειμένου, όμως, ν’ αποτιμηθεί ποσοστικά η ευημερία απααιτείται η απόκτηση μιας σειράς πολυτελών προϊόντων και υπηρεσιών για τα οποία θα δαπανηθούν χρήματα τα οποία θ’ αποσυρθούν από την «αγορά».

Έτσι όσα περισσότερα είδη πολυτελείας αγοράζει κάποιος προκειμένου να μετρήσει (και να επιδείξει) την «ευημερία» του, τόσο περισσότερους πόρους στερεί από την οικονομική δραστηριότητα στην οποία στηρίζουν οι υπόλοιπου την δική τους «ευημερία». Είναι προφανές πως όταν αποφασίσει να κάνει το ίδιο μεγάλος αριθμός πολιτών, τότε ως αποτέλεσμα θα προκύψει στενότητα (έλλειψη) χρημάτων. Η έλλειψη αυτή είτε θα είναι μόνιμη, είτε θ’ αντιμετωπιστεί με δανεισμό. Στον βαθμό που ο δανεισμός αυτός είναι «εσωτερικός» (δηλαδή, χρησιμοποιούνται λεφτά που ήδη έχουν στην κατοχή τους πολίτες της χώρας) το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η συσσώρευση περισσότερων χρημάτων στους «έχοντες και κατέχοντες» οι οποίοι για την περίσταση μεταβάλλονται σε δανείζοντες. Αν, όμως, ο δανεισμός είναι «εξωτερικός» (δηλαδή, αν τα χρήματα είναι εισαγόμενα) τότε ως αποτέλεσμα θα έχουμε την επιβάρυνση της εγχώριας οικονομίας με τόκους. Οι οποίοι αναλόγως των ρυθμών αύξησης του Α.Ε.Π. και των φορολογικών εσόδων (αλλά και της συναλλαγματικής ισοτιμίας) θα είναι περισσότερο ή λιγότερο εύκολο να εξοφληθούν.

Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι και ακριβείς στην περίπτωση που οι «ευημερούντες» οι οποίοι θέλουν να μετρήσουν (και να επιδείξουν) την «ευημερία» τους δαπανούν τα χρήματα τους σε εισαγόμενα είδη πολυτελείας ζημιώνουν διπλά την οικονομία της χώρας τους. Αφ’ ενός γιατί έτσι μεταφέρουν πόρους στο εξωτερικό και αφ’ ετέρου γιατί τους στερούν από την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα (καθώς μόνο οι μισθοί των εργαζομένων στον εισαγωγέα και η αμοιβή του ίδιου του εισαγωγέα αποτελούν όπως και οι αναλογούντες φόροι παραμένουν στην χώρα). Στην περίπτωση, όμως, που τα είδη πολυτελείας παράγονται εγχωρίως η εκκροή χρημάτων συνίσταται μόνο στις πρώτες ύλες που εισάγονται (αν εισάγονται) για την παραγωγή τους.

Συνεπώς, όταν χρησιμοποιούμε όρους όπως «Ανάπτυξη» (αντί του σωστού «Μεγέθυνση»), «υγιής ανάπτυξη» ή/και «ευημερία» θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όσον αφορά το πραγματικό τους περιεχόμενο, ενώ όταν τους όρους αυτούς τους χρησιμοποιούν άλλοι θα πρέπει να είμαστε τουλάχιστον καχύποπτοι.        

Για περισσότερα για το «οικονομικό πείραμα του Βέργκλ διαβάστε εδώ.

Το «εναλλακτικό νόμισμα» BITCOIN.

Ως νόμισμα έχουν χρησιμοποιηθεί εκτός των πολυτίμων μετάλλων πλήθος άλλων υλικών, τα οποία ήταν διαθέσιμα και είχαν μεγάλη αξία για τις κοινωνίες που τα χρησιμοποίησαν ως τέτοια. Για παράδειγμα ως νόμισμα έχουν χρησιμοποιηθεί το κεχριμπάρι (ήλεκτρο), κοχύλια αλλά και άλλα «εξωτικά» υλικά. Συνεπώς, ΔΕΝ υπάρχει κάποιος κανόνας σχετικά με την υπόσταση που πρέπει να έχει κάποιο νόμισμα. Οι μόνοι κανόνες που υπάρχουν αφορούν την χρήση του. Άλλωστε, η αξία του νομίσματος (ειδικά όταν αυτό είναι τυπωμένο σε χαρτί) είναι περισσότερο αποτέλεσμα σύμβασης (συμφωνίας) παρά κάτι πλήρως αντικειμενικά προσδιορισμένο.

Επιπλέον, όσο απλούστερη είναι η ιδέα στην οποία βασίζεται ένα «εναλλακτικό» νόμισμα τόσο πιο πετυχημένο (διαδεδομένο) θα είναι. Η ιδέα πίσω από το BITCOIN (βλέπε εδώ) είναι υπερβολικά απλή για ν’ αποτύχει. Το BITCOIN ΔΕΝ τυπώνεται καθώς είναι μόνον ψηφιακό. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα και σε ψηφιακό επίπεδο. Δημιουργείται μέσω ενός αλγορίθμου υπολογιστή, ο οποίος τα παράγει με συγκεκριμένο και πλήρως αυτοματοποιημένο τρόπο.

Στην ουσία αυτός που θέλει ν’ αποκτήσει BITCOIN καλείται να επιλύει συνεχώς δυσκολότερους υπολογιστικούς γρίφους. Η διαδικασία είναι μοναχική και παραπέμπει γι’ αυτό στους χρυσοθήρες. Γι’ αυτό έχει ονομαστεί «εξόρυξη». Τελικά ο βαθμός της επιτυχίας καθορίζεται από την επιμονή του χρυσοθήρα και την υπολογιστική ισχύ που διαθέτει.

Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του το εν λόγω «εναλλακτικό» νόμισμα προκάλεσε στους τραπεζίτες προβληματισμό στην αρχή, ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε σ’ εκνευρισμό και αν κρίνουμε από τις τελευταίες αντιδράσεις τους σε αγωνία για την τύχη των υπολοίπων νομισμάτων. Το ένα BITCOIN «άξιζε» στις αρχές του 2017 1.000$, ενώ πριν από λίγες μέρες έφτασε μέχρι και τα 19.666$ για να πέσει λίγο μετά στα 13.599$. Η μείωση («διόρθωση» στη γλώσσα των ειδικών) κατά περίπου 30% της τιμής του σε λίγα εικοσιτετράωρα έδωσε το «σύνθημα» για να βγούν κείμενα που μιλούσαν για «σπάσιμο της φούσκας του BITCOIN» (βλέπε εδώ).

Το ζήτημα, όμως, ΔΕΝ είναι η ισοτιμία του με το Δολλάριο. Το ζήτημα είναι το μέλλον του συγκεκριμένου «εναλλακτικού» νομίσματος. Ενός μέσου συναλλαγών το οποίο βρίσκεται ήδη κάποια χρόνια σε κυκλοφορία. ΔΕΝ υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι για το BITCOIN ισχύει κάτι διαφορετικό απ’ ότι για τα υπόλοιπα νομίσματα. Οι διακυμάνσεις της τιμής των οποίων (και μάλιστα σε «πραγματικό χρόνο», δηλαδή ανά λεπτό) επηρεάζονται κυρίως από την ποσότητα τους. Είναι λογικό κι αναμενόμενο ότι αυτό θα συμβαίνει και με το συγκεκριμένο νόμισμα, το οποίο άλλωστε είναι και προϊόν «εξόρυξης». Όπως, οι τιμές του χρυσού και του ασημιού καθορίζονταν από την λειτουργία ή την διακοπή νέων μεταλλείων ή/και την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων έτσι και αυτές του BITCOIN θα μπορούν ν’ αποδοθούν στις ίδιες αιτίες. Επιπλέον ισχύει για όλων των ειδών τα νομίσματα -όπως και για οποιοδήποτε προϊόν ή υπηρεσία- ότι η τιμή τους είναι ανάλογη της ζήτησης τους (αν και αυτό ΔΕΝ ισχύει πάντα).

Η ζήτηση για ένα νόμισμα ΔΕΝ είναι απλά μόνο μια οικονομική πράξη. Είναι πολύ περισσότερο μια πράξη ένδειξης εμπιστοσύνης. Και από την άποψη αυτή το BITCOIN σε σχέση με το Δολλάριο τα πάει πολύ καλύτερα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και εκτινάχθηκε τόσο η «αξία» του μέσα στο 2017. ΔΕΝ υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι -ειδικά εντός των Η.Π.Α.- η καλή φήμη του BITCOIN (και άρα η εμπιστοσύνη σ’ αυτό) θα μειωθεί στο μέλλον. Μην ξεχνάμε ότι το κομμάτι του πληθυσμού των Η.Π.Α. που ΔΕΝ εμπιστεύεται την Κυβέρνηση του και γενικά οτιδήποτε Ομοσπονδιακό. Συνεπώς, μιας και το BITCOIN ΔΕΝ τα πάει καθόλου άσχημα στη σημαντικότερη παράμετρο για ένα νόμισμα, αυτή της εμπιστοσύνης, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε για πολλά ακόμη χρόνια μαζί του.

 

23 Δεκέμβρη 2017
παρατηρητήριο.

Διαβάστηκε 5741 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Χρονολόγιο ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ «ΒΕΡΓΚΛ» ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ, ΤΟ BITCOIN ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ.