Font Size

SCREEN

Cpanel

ΤΟ ΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΑΤΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α. (ΓΙΑΤΙ ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΤΟ ΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΑΤΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α.
(ΓΙΑΤΙ ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ)

Οι Η.Π.Α. ξεκίνησαν την εθνική τους ύπαρξη ως αποικία της Μεγάλης Βρετανίας. Όπως κάθε αποικία είχε μεγάλες τάσεις αυτονομίας η οποία οδήγησε στον αγώνα της Ανεξαρτησίας το 1776. Ως μια αρχικά φτωχή αλλά με μεγάλες δυνατότητες χώρα με τεράστιες εκτάσεις γης άδειες οι Η.Π.Α. έπρεπε να επενδύσουν στην καινοτομία για να πλουτίσουν. Το σημείο καμπής που η πρώην αποικία ξεπέρασε τη Μητρόπολη δεν ήταν όπως πιστεύουν πολλοί ο Α’ Π.Π. μετά το τέλος του οποίου η Μεγάλη Βρετανία χρωστούσε στις Η.Π.Α. μεγάλα ποσά. Το σημείο καμπής ήταν η υιοθέτηση από την αρχή κιόλας της ατμοπλοΐας. Μπορεί οι ατμοπλοϊκές μεταφορές να ήταν ακριβότερες απ’ αυτές με τα ιστιοφόρα αλλά τα εμπορεύματα έφταναν γρηγορότερα και σε τακτικότερα διαστήματα ικανοποιώντας τη ζήτηση ακριβώς τη σωστή στιγμή.

Από εκείνη τη στιγμή οι Η.Π.Α. ταυτίστηκαν με την καινοτομία και με τον δυναμισμό ενός νεαρού έθνους που έμελλε να κυριαρχήσει στον κόσμο. Ο Β’ Π.Π. τις βρίσκει μακριά από κάθε πολεμικό θέατρο και μ’ εξαίρεση την παράτολμη Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ απολύτως ασφαλείς. Μετά τη λήξη του πολέμου οι Η.Π.Α. ήταν η μοναδική χώρα της οποίας οι υποδομές επιβίωσαν αλώβητες. Στην Ευρώπη όλες οι υποδομές (κυρίως οι παραγωγικές) ήταν κατεστραμμένες και όλα τα κράτη είτε ανήκαν στους «νικητές» είτε στους «ηττημένους» αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες προκλήσεις με τον εφοδιασμό τους.

Το πλεονέκτημα των Η.Π.Α. να βγουν από τον πόλεμο (στην πραγματικότητα και από τους 2 Π.Π.) χωρίς προβλήματα τις κατέστησε την μόνη παγκόσμια οικονομική δύναμη. Γι’ αυτό άλλωστε το 1944 συνεκλήθη η Διάσκεψη του Bretton Woods (βλέπε εδώ). Εκτός της συμφωνίας για την ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αποφασίστηκε το Δολλάριο να συνδεθεί με τον χρυσό σε συγκεκριμένη σταθερή ισοτιμία και όλα τα υπόλοιπα εθνικά νομίσματα να συνδεθούν μ’ αυτό (το Δολλάριο) σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες που θα καθόριζε κάθε χώρα.

Ο συγκεκριμένος διακανονισμός βόλευε όλους τους εμπλεκομένους γιατί αντιμετώπιζε τα ζητήματα που κάθε πλευρά θεωρούσε σημαντικά:

  • Από την πλευρά τους οι Η.Π.Α. εξαιτίας της κατάστασης τους και της σύνδεσης του Δολλαρίου με τον χρυσό γίνονταν η «τράπεζα» στην οποία οι υπόλοιπες χώρες κατέθεταν τις αποταμιεύσεις τους αποκτώντας ένα ισχυρό νόμισμα το οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να στηρίξουν τα δικά τους αν και όταν αυτό ήταν απαραίτητο.
  • Από την πλευρά τους όλες οι υπόλοιπες χώρες -ειδικά αυτές που η υποδομή τους είχε καταστραφεί- συνδέοντας τα νομίσματα τους στο Δολλάριο με σταθερή ισοτιμία (την οποία οι ίδιες μπορούσαν ν’ αλλάξουν) τους έδινε τη δυνατότητα αναλόγως των συνθηκών ν’ αυξάνουν και να μειώνουν την κυκλοφορία του χρήματος προκειμένου ν’ ανοικοδομηθούν και να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους. Αν και τα δικά τους νομίσματα ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τον χρυσό για ν’ αυξήσουν την κυκλοφορία του χρήματος θα έπρεπε είτε να μειώσουν τη σχέση ανταλλαγής με τον χρυσό είτε να την εγκαταλείψουν. Όσο διατηρούσαν συνδεδεμένα τα νομίσματα τους με το Δολλάριο είχαν όλα τα οφέλη χωρίς να επωμίζονται το κόστος της σύνδεσης με τον χρυσό. Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία τους θα κρινόταν περισσότερο από την αντιμετώπιση των χρόνιων και δομικών προβλημάτων των οικονομιών τους και λιγότερο από τα οφέλη από τη σταθερή ισοτιμία με το Δολλάριο.  

Παρ’ όλα αυτά το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε δεδομένο ούτε και εγγυημένο και όλα θα κρίνονταν από το τι θα έπραττε κάθε πλευρά στο μέλλον. Πλέον γνωρίζουμε πως οι Η.Π.Α. έπεσαν θύματα της αυταρέσκειας τους και δεν προόδευσαν στο διάστημα από το 1945 έως το 1971 όταν και εγκατέλειψαν «τον κανόνα του χρυσού»▪ κυρίως επειδή για πολλά χρόνια δεν είχαν σοβαρό ανταγωνισμό. Του οποίου (ανταγωνισμού) τα προϊόντα όταν έφτασαν στην αγορά των Η.Π.Α. κέρδισαν σημαντικό μερίδιο πωλήσεων γκρεμίζοντας την αυταρέσκεια των Αμερικανών και δημιουργώντας νέα δεδομένα.

Για να το πούμε με απολύτως οικονομικούς όρους από τη στιγμή που οι Η.Π.Α. εξαιτίας της οικονομικής τους σταθερότητας και της σύνδεσης του Δολλαρίου με τον χρυσό έγιναν η παγκόσμια τράπεζα και το νόμισμα τους το «παγκόσμιο αποθετικό νόμισμα» η ισοτιμία του Δολλαρίου έναντι των υπολοίπων νομισμάτων αυξήθηκε. Έγινε, δηλαδή, το Δολλάριο ακριβότερο μιας και αυξήθηκε απότομα η ζήτηση γι’ αυτό. Ως συνέπεια οι εισαγωγές έγινα φθηνότερες και οι εξαγωγές ακριβότερες. Έτσι, οι Αμερικανικές επιχειρήσεις έστειλαν τις γραμμές παραγωγής τους στο εξωτερικό απ’ όπου μετά εισήγαγαν τα προϊόντα τους για να τα πουλήσουν (επεξεργασμένα ή έτοιμα) στην Αμερικανική αγορά. Οι χώρες-εξαγωγείς στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Αμερικανικές επιχειρήσεις επέστρεφαν τα Δολλάρια που αποκτούσαν μέσω της αγοράς Κρατικών Ομολόγων και άλλων Αμερικανικών Αξιών.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (συγκεκριμένα το 1971) οι Η.Π.Α. εγκαταλείπουν «τον κανόνα του χρυσού». Μια από τις αιτίες ήταν το γεγονός ότι οι Γάλλοι εκμεταλλευόμενοι τη μετατρεψιμότητα του Δολλαρίου σε χρυσό αντάλλασσαν Δολλάρια με χρυσό. Η συνεχιζόμενη εκροή χρυσού ήταν κάτι που η Κυβέρνηση των Η.Π.Α. δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί επί μακρόν. Η κύρια, όμως, αιτία ήταν πως η σύνδεση του Δολλαρίου με τον χρυσό περιόριζε την «νομισματική επέκταση» τους. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι σήμερα η αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος (νομισματική επέκταση) ή η μείωση της έγιναν τα κύρια όπλα των Κεντρικών Τραπεζών (FED στην περίπτωση μας) για την αντιμετώπιση όλων των οικονομικών προκλήσεων. Ωστόσο, όσο κι αν μας βεβαιώνουν οι οπαδοί της η «Ποσοτική Θεωρία (του χρήματος)» δεν έχει όλες τις απαντήσεις και σε πολλές περιπτώσεις αποτυγχάνει να δώσει τις επιθυμητές λύσεις (βλέπε εδώ).    

Βασικό εργαλείο της «Ποσοτικής Θεωρίας» είναι το επιτόκιο με το οποίο η Κεντρική Τράπεζα δανείζει τις εμπορικές τράπεζες. Η αυξομείωση του είναι ενδεικτική των προβλέψεων-εκτιμήσεων της για το μέλλον επηρεάζοντας ταυτόχρονα και το επίπεδο διαβίωσης μας (τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον). Όταν αυξάνεται το επιτόκιο αυξάνεται και το κόστος ζωής μας, ενώ όταν μειώνεται δεν βελτιώνεται ανάλογα η αγοραστική μας δυνατότητα (αν βελτιώνεται κιόλας).

Από την δεκαετία του ’70 ως σήμερα οι Η.Π.Α. «αποβιομηχανοποιήθηκαν» σε κάποιους τομείς, ενώ σε κάποιους άλλους «προόδευσαν» μέσω της αντικατάστασης των εργαζομένων από μηχανές (όπως σημειώσαμε και παραπάνω). Συγχρόνως η Οικονομία τους μετασχηματιζόταν σε «Τριτογενή», δηλαδή μια «Οικονομία Παροχής Υπηρεσιών». Οι επίσημες στατιστικές υποδεικνύουν ότι από την δεκαετία του ’70 η «παραγωγικότητα» αυξάνεται φέρνοντας και μεγάλα κέρδη. Ωστόσο, όλο το όφελος της αύξησης αυτής πήγε στις τσέπες των στελεχών και των μετόχων ενώ οι εργαζόμενοι δεν είδαν αύξηση του «πραγματικού μισθού» τους. Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου τους. Ήταν τόσο αργή που δεν ήταν αισθητή σ’ όλους.

Άλλωστε εκείνη την περίοδο μπαίνουν στην καθημερινότητα τους οι «πιστωτικές κάρτες»▪ ένα τραπεζικό προϊόν που έφερε και φέρνει μεγάλα κέρδη. Φίρμες όπως DINERS, AMERICAN EXPRESS, VISA & MASTERCARD μας έρχονται από τις Η.Π.Α. και πρόσφεραν (όπως και συνεχίζουν να προσφέρουν) μια «λύση ανάγκης» για τη διατήρηση του επιπέδου ζωής που οι Αμερικανοί είχαν συνηθίσει. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ξεκινά η «εισβολή» των φθηνών καταναλωτικών προϊόντων από την Κίνα οι χαμηλές τιμές των οποίων (εξαιτίας του πολύ χαμηλού εργατικού κόστους) έκαναν δυνατή τη διατήρηση ενός ανεκτού βιοτικού επιπέδου.

Την ίδια περίοδο η χρηματαγορά των Η.Π.Α. γιγαντώνεται εκτός των άλλων και επειδή οι Ευρωπαίοι αγοράζουν μετοχές Αμερικανικών εταιρειών αλλά και ομόλογα (είτε κρατικά είτε εταιρικά). Άλλωστε η αύξηση του εμπορίου μεταξύ Η.Π.Α. και Ευρώπης οδηγεί στην απόκτηση περισσότερων Δολλαρίων απ’ όσα χρειάζονται οι Ευρωπαίοι μ’ αποτέλεσμα να τα «επενδύουν» στις Αμερικανικές αξίες. Για την ώρα όχι μόνο δεν απειλείται το Δολλάριο ως «παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα» αλλά ενισχύεται κιόλας δίνοντας στην Αμερικανική ηγεσία την εντύπωση πως το Δολλάριο ήταν και θα παρέμενε το μόνο «παγκόσμιο αποθετικό νόμισμα».

Η παρά τις συχνές κρίσεις εικόνα δυναμισμού της Αμερικανικής χρηματαγοράς σε συνδυασμό με τις συνεχώς αυξανόμενες στρατιωτικές δαπάνες και τη συνεχή μείωση των φορολογικών εσόδων (ειδικά αυτών που προέρχονταν από τους πλούσιους) οδήγησε την Κυβέρνηση των Η.Π.Α. στην αύξηση του δανεισμού της τόσο από το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό. Μια σειρά από μικρότερες ή μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις (Ύφεση του 2008 και «καραντίνα κοροναϊού» οι πιο σημαντικές) των τελευταίων δύο δεκαετιών σε συνδυασμό με την πολιτική σκοπιμότητα αύξησαν σε ύψος ρεκόρ το Δημόσιο Χρέος των Η.Π.Α. μ’ αποτέλεσμα η εξυπηρέτηση του (η πληρωμή των τόκων) να υπερβαίνει τις στρατιωτικές δαπάνες. Αυτό ιστορικά είναι το σημάδι της πτώσης κάθε «αυτοκρατορίας».

Η πίεση χρόνου για την μείωση του Δημόσιου Χρέους, την αύξηση των Κρατικών Εσόδων και την ταυτόχρονη διατήρηση του Δολλαρίου ως «παγκόσμιου αποθετικού νομίσματος» σε συνδυασμό με την αλαζονική εντύπωση πως οι Η.Π.Α. μπορούν να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να πληρώνουν οποιοδήποτε τίμημα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή δασμών σ’ όλες τις χώρες αδιάκριτα από την Κυβέρνηση Τράμπ.

Επιπλέον, η εμμονή του Τράμπ με μια περίοδο της Αμερικανικής Ιστορίας που έχει περάσει χωρίς επιστροφή προσφέρει μια ακόμη εξήγηση για την επιβολή των δασμών. Τον 19ο αιώνα όταν η βιομηχανοποίηση των Η.Π.Α. βρισκόταν στην αιχμή της οι δασμοί ήταν το κύριο έσοδο του Δημόσιου Ταμείου. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ο «Φόρος Εισοδήματος» και εκτός των δασμών επιβάλλονταν μια σειρά «έμμεσοι φόροι» τους οποίους πλήρωναν οι καταναλωτές. Δεν είναι τυχαίο πως εκείνη την περίοδο οι πλούσιοι μιας που δεν πλήρωναν «Φόρο Εισοδήματος» έχτιζαν «κοινωφελή ιδρύματα» εξαγοράζοντας έτσι την υστεροφημία τους. Ωστόσο, οι δασμοί εκείνης της εποχής δεν επιβάρυναν όλους το ίδιο. Τα μεσαία και κατώτερα στρώματα δεν κατανάλωναν πολλά εισαγόμενα προϊόντα και αυτά που κατανάλωναν δεν ήταν ακριβά. Από την άλλη η κατανάλωση των πλουσίων προσέφερε περισσότερα έσοδα από δασμούς χωρίς όμως να τους προκαλεί και δυσφορία. Αιτία ήταν τα μεγάλα επιχειρηματικά κέρδη τους εξαιτίας των μεγάλων περιθωρίων κέρδους. Αυτή την περίοδο επιθυμεί ν’ αναστήσει ο Τράμπ όχι μόνο εξαιτίας της νοσταλγίας και των μεγάλων εσόδων από τους δασμούς, αλλά και επειδή αυτή συνοδεύτηκε και από την στρατιωτική επέκταση των Η.Π.Α. οι οποίες τότε απέκτησαν υπερπόντια εδάφη (αποικίες).      

Η αντιφατική από την άποψη της επιτυχίας διαφορετικών στόχων οικονομική πολιτική του Τράμπ δεν βασίστηκε όπως το 1985 (επί Προεδρίας Ρήγκαν) σε μια προηγούμενη συμφωνία με τους εμπορικούς εταίρους και συμμάχους των Η.Π.Α. τους οποίους η επιβολή των δασμών πλήρως αιφνιδίασε, πίκρανε και τελικά εκνεύρισε. Χωρίς αυτή την προσυνεννόηση και με ορατό τον κίνδυνο της μείωσης των μεταξύ τους εμπορικών συναλλαγών οι εμπορικοί εταίροι και μέχρι εκείνη τη στιγμή σύμμαχοι των Η.Π.Α. δεν έχουν πλέον κανένα κίνητρο να διακρατούν το Αμερικάνικο Χρέος. Πλέον έχει αρχίσει η «αποκαθήλωση» του Δολλαρίου από τη θέση του «παγκόσμιου αποθετικού νομίσματος» χωρίς να φαίνεται πως θ’ αντικατασταθεί μαζικά από κάποιο άλλο νόμισμα. Πιθανότερος αντικαταστάτης του Δολλαρίου είναι ο χρυσός, ενώ αναμένεται και η αύξηση ζήτησης για χρεόγραφα άλλων νομισμάτων (η οποία έχει ήδη παρατηρηθεί).

Όσο επίζηλος και αν φαίνεται ο ρόλος του «παγκόσμιου αποθετικού νομίσματος» τόσο απαιτητικός από την άποψη της οικονομικής πολιτικής είναι. Γιατί, η ζήτηση για ένα «παγκόσμιο αποθετικό νόμισμα» οδηγεί στην ενίσχυση της τιμής του μ’ αποτέλεσμα να φθηναίνουν οι εισαγωγές και ν’ ακριβαίνουν οι εξαγωγές του. Η οικονομική πολιτική που θα εξισορροπεί διαμετρικά αντίθετους στόχους εμπορικής και δημοσιονομικής πολιτικής θυμίζει ακροβάτη που ισορροπεί σε σκοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Η αιφνιδιαστική επιβολή δασμών από την Κυβέρνηση Τράμπ ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες με τις οποίες έχει εμπορικές συναλλαγές είναι το μεγαλύτερο λάθος τακτικής που θα μπορούσε αυτός να κάνει. Γιατί κατέστρεψε το μοναδικό θεμέλιο των σχέσεων κάθε τύπου: την εμπιστοσύνη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η λέξη «Πίστη» (εμπιστοσύνη) χρησιμοποιείται σε τραπεζικές επωνυμίες («Τράπεζα Πίστεως» η γνωστή μας πλέον «Άλφα»). Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα είναι πολύ δύσκολη και χρονοβόρα και θ’ απαιτηθεί σοβαρή προσπάθεια κυρίως από την πλευρά του «θύτη», δηλαδή των Η.Π.Α.

Δυστυχώς γι’ αυτές (τις Η.Π.Α.) το κόστος των λανθασμένων επιλογών τους θα είναι μεγάλο, πολύπλευρο και μακροχρόνιο:

  • Το πλέον προφανές είναι πως χάνουν πλέον τη δυνατότητα να πουλούν στο εξωτερικό το Χρέος τους χρηματοδοτώντας έτσι την Οικονομική τους Δραστηριότητα και το επίπεδο διαβίωσης τους, αφού οι υπόλοιπες χώρες πλέον δεν θεωρούν τις Η.Π.Α. και το Χρέος τους ως ασφαλείς και αξιόπιστες αλλά αναξιόπιστες και επικίνδυνες. Φυσικά τους απομένει η εσωτερική αγορά αλλά η μείωση της ζήτησης Δολλαρίων από το εξωτερικό είναι επιζήμια γιατί η απορρόφηση από την εσωτερική αγορά όλου του Χρέους θ’ αυξήσει τον πληθωρισμό (τα λεφτά και η πίστωση δεν πρέπει να μένουν αχρησιμοποίητα γιατί δεν φέρνουν κέρδη και αυξάνουν το κόστος) και στη συνέχεια και το κόστος του δανεισμού τους είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό.
  • Η διατάραξη ή/και καταστροφή των δικτύων τροφοδοσίας θα έχει ανυπολόγιστες για την ώρα επιπτώσεις. Γιατί μια σειρά εξαρτημάτων εισάγεται για να χρησιμοποιηθεί στο τελικό προϊόν που μοντάρεται στις Η.Π.Α. και στη συνέχεια ως «MADEINUSA» να πουληθεί στην εσωτερική αγορά ή και στο εξωτερικό. Επιπλέον, τα φθηνά Κινεζικά ή από άλλες χώρες της Ασίας προϊόντα που πωλούνται στις Η.Π.Α. επηρεάζουν μια σειρά από επαγγέλματα όπως τους εργάτες στα λιμάνια, τους οδηγούς μεταφορών, τους αποθηκάριους, τους εργαζόμενους στους εισαγωγείς και τέλος τους κάθε μεγέθους καταστηματάρχες και το προσωπικό που αυτοί απασχολούν. Όμως, τις χειρότερες επιπτώσεις αντιμετωπίζουν οι μεγάλες Αμερικανικές εταιρείες οι οποίες είτε εισάγουν φθηνά είδη για να τα εμπορευτούν είτε εισάγουν εξαρτήματα για να παράξουν βιομηχανικά προϊόντα όπως αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Στον βαθμό που αυτές οι επιχειρήσεις στοχεύουν στη διεθνή και όχι μόνο στην Αμερικανική αγορά η κατάσταση που διαμορφώνουν οι δασμοί του Τράμπ είναι για τη λειτουργία τους ασφυκτική.

Οι δασμοί του Τράμπ απομονώνουν οικονομικά τις Η.Π.Α. μειώνοντας τη σημασία τους για την παγκόσμια οικονομία. Η επιστροφή στη βιομηχανοποίηση είναι αδύνατη χωρίς πολυετή προεργασία. Προεργασία που προϋποθέτει την πολιτική βούληση για την εξακολούθηση της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό πάντα με το ξόδεμα πακτωλού Δολλαρίων για τη χρηματοδότηση της.

Η οποία χρηματοδότηση των επιχειρήσεων είτε γίνει μέσω των τραπεζών, είτε μέσω του Κράτους (φοροαπαλλαγές-επιδοτήσεις) είτε μέσω εταιρικών ομολόγων θ’ απαιτήσει πολύ μεγάλα ποσά. Το καλύτερο σενάριο θα ήταν το μεγαλύτερο ποσό αυτών των χρημάτων (ή και όλα) να προέρχονται από το εξωτερικό, έτσι ώστε οι ξένοι να χρηματοδοτήσουν την εκβιομηχάνιση των Η.Π.Α. Η χρηματοδότηση δεν αφορά μόνο το κόστος κατασκευής των εγκαταστάσεων. Αφορά πολύ περισσότερο τη χρηματοδότηση του εργατικού κόστους που είναι και η σοβαρότερη παράμετρος μιας επένδυσης, γιατί η κατασκευή νέων εγκαταστάσεων μπορεί να χρηματοδοτηθεί και μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολόγων ή/και τραπεζικού δανεισμού.

Το εργατικό κόστος στις Η.Π.Α. είναι το 2πλάσιο σε σχέση με του Καναδά και περίπου 12πλάσιο σε σχέση με του Μεξικού (76 Δολλάρια στις Η.Π.Α., 36 Δολλάρια στον Καναδά και 6 Δολλάρια στο Μεξικό). Άρα για να είναι ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις που παράγουν τα προϊόντα τους στις Η.Π.Α. πρέπει να μειώσουν τα μεροκάματα στο μισό (για ν’ ανταγωνιστούν τον Καναδά). Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

  • Είτε με τη νομοθετική μείωση των μεροκάματων (εσωτερική υποτίμηση).
  • Είτε με την πτώση της αξίας του Δολλαρίου έναντι του Δολλαρίου Καναδά. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται και ο πληθωρισμός μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Επιλέγοντας έτσι τη μείωση του εργατικού κόστους (κόστους παραγωγής στην περίπτωση που όλα φτιάχνονται στις Η.Π.Α.) αποφεύγεται η αντιδημοφιλής με νόμο μείωση των μεροκάματων.

Επιπλέον, η Κυβέρνηση θα πρέπει είτε να διαλύσει τα εργατικά σωματεία είτε να τα ελέγξει πείθοντας τα ότι τα μακροχρόνια οφέλη αυτής της διαδικασίας θα είναι τέτοια που αξίζουν όλες τις δυσκολίες. Μέχρι στιγμής αυτό που επιτυγχάνεται είναι μια μεγάλη μεταφορά πλούτου από τα μεσαία και κατώτερα οικονομικά στρώματα στ’ ανώτερα μέσω της μείωσης της χρηματοδότησης των Κοινωνικών Δαπανών και της ταυτόχρονης αύξησης των φοροαπαλλαγών των πλουσίων.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη δυσκολία στην επαναφορά της βιομηχανοποίησης στις Η.Π.Α. είναι ότι η ίδια η διαδικασία προϋποθέτει την αντιστροφή της πορείας της Οικονομίας. Οι Η.Π.Α. μετασχημάτισαν την Οικονομία τους σε «Τριτογενή» διατηρώντας την βιομηχανική παραγωγή σε τομείς που συνέφεραν οικονομικά τους επιχειρηματίες. Τομείς που δεν χρειάζονταν πολλούς εργαζόμενους και οι οποίοι χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό τις μηχανές. Με τα χρόνια οι επιχειρήσεις μέσω των «οικονομιών κλίμακας» έβγαλαν μεγαλύτερα κέρδη εισάγοντας τ’ απαραίτητα για την παραγωγή του τελικού τους προϊόντος εξαρτήματα από το να τα παράγουν στις Η.Π.Α. Αυτό που ευαγγελίζεται ο Τράμπ αν εφαρμοστεί κατά γράμμα από τις επιχειρήσεις θα εξανεμίσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων εξέλιξη που θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη τους από τους μετόχους-επενδυτές. Οι μεγάλες και εμβληματικές για τις Η.Π.Α. επιχειρήσεις συνέχιζαν να σχεδιάζουν τα προϊόντα τους εγχωρίως και να εισάγουν εξαρτήματα αντί να τα κατασκευάζουν οι ίδιες. Ακόμα και όταν τα κατασκεύαζαν οι ίδιες το έκαναν (κυρίως) στο εξωτερικό. Τελικά, οι επιχειρήσεις είτε θα πρέπει να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους είτε ν’ αυξήσουν τις τιμές καταναλωτή. Ωστόσο, μια τέτοια αύξηση θα επηρεάσει αρνητικά τις πωλήσεις τους.

Εκτός της οικονομικής απομόνωσης των Η.Π.Α. το άλλο που έχει καταφέρει ο Τράμπ είναι να υποτιμήσει το Χρέος κατά τουλάχιστον 13%. Η μείωση της ισοτιμίας του Δολλαρίου ως προς το Ευρώ (και όχι μόνο) από τις αρχές του έτους κατά 13% έχει καταστήσει ασύμφορη την αγορά Κρατικών Ομολόγων μιας και το επιτόκιο δεν αρκεί να καλύψει τη χασούρα. Ιδεατά, η Κυβέρνηση Τράμπ θα ήθελε να πέσει κι άλλο η ισοτιμία και ταυτόχρονα οι «επενδυτές» από το εξωτερικό να συνεχίσουν να ζητούν Δολλάρια. Ωστόσο, αυτό αποκλείεται να συμβεί όχι μόνο γατί οικονομικά είναι ασύμφορο αλλά και επειδή οι εμπορικές συναλλαγές των Η.Π.Α. με το εξωτερικό θα μειωθούν σημαντικά στο μέλλον.

Στο παρελθόν όταν οι ξένοι «επενδυτές» αποχωρούσαν από το Χρηματιστήριο τοποθετούσαν τα Δολλάρια που έπαιρναν στα Κρατικά Ομόλογα μειώνοντας το επιτόκιο τους (εξαιτίας της μεγαλύτερης ζήτησης) και κρατώντας σταθερή τη ζήτηση για Δολλάρια. Σήμερα, όμως, που εξαιτίας της επιβολής των δασμών η μείωση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών είναι δεδομένη οι ξένοι «επενδυτές» πουλώντας τις μετοχές και τα εταιρικά ομόλογα που κατέχουν δεν έχουν κανένα λόγο να στραφούν στα Κρατικά Ομόλογα. Έτσι, τα Δολλάρια που παίρνουν από το χρηματιστήριο τα δίνουν είτε για ν’ αγοράσουν τα εθνικά τους νομίσματα (ή άλλων χωρών) είτε αγοράζουν χρυσό. Ως αποτέλεσμα η ζήτηση για το Δολλάριο μειώνεται (και γι’ αυτό πέφτει η ισοτιμία του με τα υπόλοιπα νομίσματα) ενώ την ίδια στιγμή τα περισσότερα από τα νομίσματα του υπόλοιπου κόσμου ανατιμώνται.

Τελικά, το ερώτημα είναι αν το ξεπούλημα των Αμερικανικών Αξιών από τους ξένους αλλά και τους Αμερικανούς «επενδυτές» θα συνεχιστεί μέχρι να καταρρεύσει η ισοτιμία του Δολλαρίου. Μια κατάρρευση η οποία μπορεί να συμβεί ακόμη κι αν υπό την πίεση της κατάστασης ο Τράμπ ακυρώσει όλους τους δασμούς. Άλλωστε, η αποκατάσταση των δικτύων τροφοδοσίας και πολύ περισσότερο της εμπιστοσύνης παίρνει χρόνο. Αν η κατάσταση φτάσει στην κατάρρευση του Δολλαρίου, τότε οι Η.Π.Α. θα βιώσουν καταστάσεις χειρότερες και απ’ αυτές της Ύφεσης που ακολούθησε το χρηματιστηριακό Κράχ του 1929. Καταστάσεις που θα δοκιμάσουν την κοινωνική συνοχή σ’ όλα τα επίπεδα (εθνικό, πολιτειακό, τοπικό) και ίσως προκαλέσουν και εμφύλιο.

Ως παραπροϊόν της οικονομικής πολιτικής του Τράμπ οι Η.Π.Α. ήδη πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια στα Κρατικά Ομόλογα που εκδίδουν. Αν υποθέσουμε πως οι «επενδυτές» έχουν επενδύσει ας πούμε 100 εκ. σε Κρατικά Ομόλογα των Η.Π.Α. τα οποία συνεχώς ανανεώνουν (δεν παίρνουν στη λήξη πίσω το κεφάλαιο), τότε τα ομόλογα που λήγουν και έχουν χαμηλότερο «κουπόνι» (τοκομερίδιο) από αυτά που τώρα εκδίδονται οδηγούν στην αύξηση του κόστους δανεισμού («εξυπηρέτησης του Χρέους»). Η προς ώρας εξέλιξη αυτή είναι η ακριβώς αντίθετη από την επιδιωκόμενη από την Κυβέρνηση των Η.Π.Α. Επιπλέον στον βαθμό που η ισοτιμία του Δολλαρίου πέφτει το επιτόκιο θα πρέπει ν’ αυξάνεται ανάλογα αν οι Η.Π.Α. επιθυμούν να πουλάνε το Χρέος τους σε αλλοδαπούς «επενδυτές».  

Κατά ειρωνεία της Τύχης η άνοδος και η πτώση των Η.Π.Α. ως παγκόσμιας οικονομικής και στρατιωτικής υπερδύναμης θα οφείλεται στο εμπόριο. Όπως όλες οι φτωχές και (αρχικά τουλάχιστον) ασήμαντες χώρες οι Η.Π.Α. Στην αρχή της ζωής τους οι Η.Π.Α. ήταν (και συνέχισαν να είναι μέχρι σχετικά πρόσφατα) υπέρ του «ελεύθερου εμπορίου» (ωστόσο κατά διαστήματα κατέβαλαν προσπάθειες μέσω της επιβολής δασμών να προστατέψουν συγκεκριμένους Τομείς τους). Πίεζαν με κάθε τρόπο για την άρση οποιουδήποτε εμποδίου στο «ελεύθερο εμπόριο» (πάντα για τις επιχειρήσεις τους) καταγγέλλοντας κάθε προσπάθεια προστατευτισμού.

Τώρα, με την οικονομική πολιτική του Τράμπ επιχειρούν ακριβώς το αντίθετο. Θεωρητικά μπορούν να το καταφέρουν. Πρακτικά, όχι. Γιατί η οικονομική εξέλιξη για να οπισθοχωρήσει θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια τεραστίων διαστάσεων οικονομική και κοινωνική καταστροφή, ώστε να έχει νόημα μια «επανεκκίνηση». Η οικονομική πολιτική του Ντόναλτ Τράμπ ακόμη κι αν τελικά πετύχει στην πορεία θα έχει αποκαθηλώσει τις Η.Π.Α. από την οικονομική και στρατιωτική ηγεμονία τους. Η Απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι καλή για ψυχαγωγία αλλά από οικονομική και κοινωνική σκοπιά αδύνατη. Οι Η.Π.Α. έχουν από κάθε άποψη (ηθική, οικονομική, κοινωνική) φτάσει στο τέλος της παγκόσμιας επικυριαρχίας τους και αυτό δεν γίνεται ν’ αλλάξει. Το μόνο ερώτημα είναι πότε θα το αποδεχτούν και πως θα προσπαθήσουν να το καθυστερήσουν.

Τις τελευταίες μέρες φαίνεται πως ο Τράμπ έχει συνειδητοποιήσει πως η επαναφορά της βιομηχανοποίησης στις Η.Π.Α. έχει περιορισμούς τους οποίους δεν μπορεί να παραβεί. Δήλωσε πως σκοπός του δεν είναι οι Η.Π.Α. να κατασκευάζουν τις κάλτσες που χρησιμοποιούν. Τέτοιου είδους προϊόντα μπορούν (και πρέπει) να εισάγονται για να παραμένουν φθηνά για τους καταναλωτές. Αυτά που ο Τράμπ θέλει να κατασκευάζονται στις Η.Π.Α. είναι οπωσδήποτε τα ηλεκτρονικά και ότι αφορά τον στρατό. Θέλει, δηλαδή, να θωρακίσει την ασφάλεια των Η.Π.Α. Μόνο που για να το πετύχει αυτό δεν χρειάζονται δασμοί στο αλουμίνιο που εισάγεται από τον Καναδά και το οποίο χρησιμοποιεί η COCA COLA για τ’ αναψυκτικά της. Η στροφή της COCA COLA στο πλαστικό είναι η μόνη λύση για να συνεχίσει να παράγει στις Η.Π.Α. Ακόμα κι έτσι θ’ απαιτηθεί πολύς χρόνος τη στιγμή που ο Τράμπ θέλει γρήγορα αποτελέσματα για να κατοχυρώσει μια κεντρική θέση στην Αμερικανική Ιστορία.

Αν, ωστόσο, η πολιτική του αφορούσε μόνο την Οικονομία τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για όλους. Η προσπάθεια του να ξανακάνει από κοινωνική άποψη τις Η.Π.Α. κάτι που ήταν πολύ παλιά οδηγεί σε μια σειρά από μέτρα τα οποία ασχέτως της νομιμότητας τους οδηγούν τη χώρα στην απομόνωση. Για τα επόμενα χρόνια η πολυσυλλεκτική κοινωνία των Η.Π.Α. η οποία μεγάλως ωφελείτο από τους ξένους που αρχικά φοιτούσαν και στη συνέχεια παρέμεναν εργαζόμενοι για τους Αμερικανικούς κολοσσούς θ’ αντιμετωπίσει πρόβλημα στη στελέχωση σημαντικών θέσεων στην έρευνα και τεχνολογία. Οι Η.Π.Α. όπως τις ονειρεύονται ο Τράμπ και οι Ρεπουμπλικανοί θα πάψουν να είναι «κοσμοπολίτικες» και θα καταλήξουν «απομονωμένες» από τον υπόλοιπο κόσμο μ’ ότι αυτό σημαίνει για το μέλλον τους.

Αν ο Τράμπ και η Αμερικανική Δεξιά στο σημερινό γεμάτο προκλήσεις κόσμο θέλουν μια πιο ασφαλή χώρα, θα έπρεπε να το επιδιώξουν μέσω συμμαχιών και συνεργασιών. Η βάση για τη σύμπηξη τους είναι τα «κοινά συμφέροντα» και δεν υπάρχει τίποτα πιο κοινό από τη θέληση για ευημερία, η οποία πάντα βασίζεται στις αμοιβαία επωφελείς εμπορικές συναλλαγές. Με τη μέχρι τώρα πολιτική τους καταφέρνουν το ακριβώς αντίθετο: να δημιουργήσουν μια νέα «Δύση» η οποία θα συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς τις Η.Π.Α. συσφίγγοντας ακόμη περισσότερο οι υπόλοιπες χώρες τις μεταξύ τους σχέσεις. Για παράδειγμα οι Η.Π.Α. χρειάζονται τον Καναδά για την επιτυχία του νέου αντιπυραυλικού του συστήματος και όχι το ανάποδο. Ενός συστήματος που θα κοστίσει πολλά λεφτά τα οποία θα μπορούσαν να διευθυνθούν στα μεσαία και κατώτερα στρώματα ενισχύοντας την κατανάλωση τους. Τελικά, ενός συστήματος που φιλοδοξεί να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε ο «Πόλεμος των Άστρων» του Ρήγκαν.

31 Μάη 2025
«πουθενάς 1».

Διαβάστηκε 390 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Χρονολόγιο ΤΟ ΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΑΤΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α. (ΓΙΑΤΙ ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ)